- πολυθρόνα
- η, Νείδος αναπαυτικού καθίσματος με ερεισίνωτο, με πλάτη, και με βραχίονες για ένα άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. poltrona, με παρετυμολ. επίδραση τών πολύς και θρόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυθρόνα — η (λ. ιταλ.), κάθισμα αναπαυτικό με πλάτη και μπράτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλινοκαθέδριον — κλινοκαθέδριον, τὸ (Α) αναπαυτική καθέδρα, ανάκλιντρο, πολυθρόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + καθέδριον «μικρή πολυθρόνα»] … Dictionary of Greek
φωτέιγ — το, Ν άκλ. πολυθρόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fauteuil «πολυθρόνα»] … Dictionary of Greek
Maria Foka — Μαρία Φωκά Born October 14, 1917 Argostoli, Greece Died June 15, 2001 London, England, UK Occupation actress Maria Foka (Greek: Μαρία Φωκά, 14 October 1917 … Wikipedia
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… … Dictionary of Greek
κατάκλιτος — η, ο (Α κατάκλιτος, ον) [κατακλίνω] νεοελλ. 1. ο πλαγιαστός 2. φρ. «κατάκλιτο πλοίο» το πλοίο που γέρνει επικίνδυνα προς τη μία του πλευρά λόγω βλάβης ή τρικυμίας αρχ. 1. (για θερινά ενδύματα) αυτός που πέφτει στο σώμα ανάλαφρα, ο ευρύχωρος («καὶ … Dictionary of Greek